- ἐρειποτόπιον
- ἐρειπ-οτόπιον, τό,A heap of ruins, Sch.Opp.H.1.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερειποτόπιον — ἐρειποτόπιον, τὸ (AM) τόπος γεμάτος από ερείπια, γεμάτος χαλάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω + τόπιον, αντί *ερειπιοτόπιον] … Dictionary of Greek
ἐρειποτόπιον — heap of ruins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)